- ὡροσκόπων
- ὡρόσκοποςcaster of nativitiesmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὡροσκοπῶν — ὡροσκοπέω mark by its rising the time pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρόκοσμος — Στη φυσική και γενικά στις φυσικές επιστήμες (χημεία, βιολογία κλπ.), ο όρος σημαίνει τον κόσμο των πολύ μικρών διαστάσεων, τον κόσμο του αόρατου με γυμνό οφθαλμό. Είναι τα άτομα και τα μόρια, τα πρωτόνια και τα νετρόνια, τα κύτταρα και οι ιοί… … Dictionary of Greek